- κίνημα
- τὸ (ΑΜ κίνημα, Μ και κίνημαν) [κινώ]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κινώ, η κίνηση2. σκίρτημα, ερεθισμός, διέγερση (α. «σαν τα κινήματα τής φαντασίας που ζωγραφίζουνε την ευτυχία», Σολωμ.β. «τὰ μὲν γὰρ τοῡ νοὸς κινήματα»., Σαθ.γ. «κινήματα τῆς σαρκός», Επίκ.)3. ενέργεια μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων με πολιτικά κίνητρα για αλλαγή μιας κατάστασης, στάση (α. «το κίνημα τού 1909» β. «τὰς δὲ ἀποστάσεις τῶν πόλεων καί τά κινήματα τῶν συμμάχων», Πλούτ.)νεοελλ.1. το σύνολο αγώνων ή κοινωνικοπολιτικών δραστηριοτήτων μιας κοινωνικής ομάδας, καθώς και η ίδια η ομάδα (α. «εργατικό κίνημα» β. «φεμινιστικό κίνημα» γ. «φοιτητικό κίνημα»)2. ιδεολογικό ή πολιτιστικό ρεύμα (α. «το κίνημα τού διαφωτισμού» β. «το κίνημα τού ρομαντισμού»)3. διάβημα, αποφασιστική ενέργειαμσν.1. λίκνισμα σώματος ή κάποιου μέρους του, κούνημα2. ξεκίνημα, έναρξηαρχ.1. έξαψη, ταραχή («ὥσπερ κυβερνήτης τῷ παρόντι σάλῳ καὶ κινήματι τῶν στρατοπέδων», Πλούτ.)2. ιατρ. μερική εξάρθρωση οστού3. γραμμ. κλίση4. στον πληθ. τὰ κινήματατα κινούμενα πράγματα5. φρ. α) «κινήματα τῆς ψυχῆς» ή απλώς «κινήματα» — συγκινήσειςβ) «τὰ τῆς τύχης κινήματα» — οι μεταβολές τής τύχης (Ισοκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.